- προσφιλοσοφῶν
- προσφιλοσοφέωspeculate further uponpres part act masc nom sg (attic epic doric)προσφιλοσοφέωspeculate further uponpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφιλοσοφώ — έω, Α 1. εξετάζω κάτι επί πλέον με φιλοσοφικό τρόπο 2. μιλώ σε κάποιον με φιλοσοφικές εκφράσεις («τοιαῡτα πολλὰ οὐδὲν δεομένῳ προσφιλοσοφῶν συνείρει», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek